- νεήκης
- νε-ήκης (on the accent v. Hdn.Gr.1.82), [dialect] Dor. [full] νεάκης Hsch. (-κίς cod.), ες: (ἀκή A):—A newly whetted or sharpened, Il.13.391.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεήκης — νεηκής masc/fem acc pl (attic epic doric) νεηκής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεηκής masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήκης — νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, ες (Α) αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ ήκης, ευ ήκης. Το η τού τ. (αντί άκης) οφείλεται στη… … Dictionary of Greek
νεηκές — νεηκής masc/fem voc sg νεηκής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήκεσι — νεηκής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήκεσιν — νεηκής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήκεσσιν — νεηκής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεάκης — νεάκης, ες (Α) βλ. νεήκης … Dictionary of Greek
νεήκονος — νεήκονος, ον (Α) νεήκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ἀκόνη. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
νεηκονής — νεηκονής, ές (Α) νεήκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκόνη. Το η τού τ. (αντί ακονής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek